ζούπισμα

ζούπισμα
το [ζουπίζω]
συμπίεση, σύνθλιψη, ζούληγμα, πατήκωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζούπισμα — το, ατος πίεση, πάτημα: Από το ζούπισμα χάλασε η βαλίτσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”